- πομπούς
- πομπόςconductormasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
θερμιονική λυχνία — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται ηλεκτρονικές διατάξεις που χρησιμοποιούνται ως ανορθώτριες, φωράτριες, ταλαντώτριες και ενισχύτριες ηλεκτρικών ρευμάτων. Η λειτουργία της θ.λ. βασίζεται στο θερμιονικό φαινόμενο (βλ. λ. θερμοηλεκτρονικό ή… … Dictionary of Greek
πομπός — ο, ΝΑ συνοδός, οδηγός νεοελλ. 1. αυτός που στέλνει, που αποστέλλει κάτι 2. σύνολο ηλεκτρονικών συσκευών και διατάξεων με τις οποίες αφ ενός μεν μετατρέπονται ακουστικά, οπτικά και κωδικοποιημένα σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα υψηλής συχνότητας … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
κανάλι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.556 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται σε απόσταση 4 χλμ. ΝΔ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερκυραίων του νομού Κερκύρας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 927 κάτ.) του … Dictionary of Greek
κρυπτογραφία — Σύστημα γραφής μηνυμάτων με σκοπό τη μυστική αναμετάδοσή τους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα σύνολο κειμένων, πινάκων, κλειδιών και μηχανισμών διαφόρων τύπων, που επιτρέπουν να μεταβάλλεται ένα φανερό μήνυμα σε κρυπτογραφημένο ή αντίστροφα.… … Dictionary of Greek
μίκτης — και μείκτης, ο, θηλ. μίκτρια και μείκτρια 1. αυτός που αναμιγνύει, που ανακατεύει 2. ηλεκτρονική συσκευή πολλαπλής χρήσης για την παρασκευή διαφόρων φαγητών ή γλυκισμάτων, το μίξερ 3. (ραδιοηλεκτρ.) διάταξη που χρησιμοποιείται στους ραδιοφωνικούς … Dictionary of Greek
μαγνητοσυστολή — Μεταβολές των διαστάσεων και της μορφής ενός σώματος όταν αυτό μαγνητίζεται. Οι μεταβολές αυτές, τις οποίες ανακάλυψε το 1842 ο Τζάουλ, είναι αισθητές, αν και πολύ μικρές, ιδιαίτερα στα σιδηρομαγνητικά υλικά. Πιο πρόσφατα ο Καπίτσα, με τη χρήση… … Dictionary of Greek
οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… … Dictionary of Greek
παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… … Dictionary of Greek